Ρένα Τζολάκη ή η Μαγεία του ορατού
Η έκταση, τοπιογραφία (υπάρχει στ’ αλήθεια ή όχι) υπερυψωμένη, ορθωμένη. Εκτίθεται έτσι, με τρόπο σαφέστερο στο βλέμμα. Η Ρένα Τζολάκη συγκατανεύει με ένα νεύμα της κεφαλής στη σημασία που δίνω στην παρατήρησή μου: «μας παρουσιάζεται». Ναι, απευθύνεται σε μας. Διατίθεται στα μάτια μας. Πάντως θα αντισταθμίσει, θα μετριάσει στο μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, αυτήν την παράκληση με μέτρο και ηπιότητα. Οι πίνακες, όλο και περισσότερο, συγκεντρώνουν φωτεινά χρώματα που δεν αντιπαραθέτουν μεταξύ τους την ενέργεια καμιάς αντίθεσης και παραπέμπουν στη γαλήνη της αρμονίας. Όσο για τα μεγάλα σχέδια με μολύβι, αυτό που βλέπουμε στο σύνολό του μεταμορφώνεται σε καθαρή ρευστότητα, ημιδιαφάνεια, ξεδιπλώνεται με ευλυγισία, ασταμάτητα, σαν μια κουρτίνα από ομίχλη ή μια οθόνη που θα άφηνε να πέφτει ένας καταιγισμός που γεμίζει όλο το χώρο με την ακαταμάχητη ελφρότητά του. Αδιάκοπα: χωρίς χάσμα. Η ηπιότητα δεν διακόπτεται. Ακόμα κι όταν το σχέδιο έχει τον τίτλο Το Χάσμα «Το φαράγγι της Σαμαριάς». Αν υπάρχει χάσμα χάθηκε μέσα στη ροή του νερού που είναι για μια φορά άφθονο έτσι που τα τοιχώματα τεντωμένα από το βάρος οφείλουν να συνθέσουν, παρά την απότομη ακαμψία, τη σκληράδα της πτώσης, με χάρη. Διότι το ορατό δεν είναι πλέον παρά χύσιμο. Μόνον βροχή. Πλάγια βροχή, μόνιμα κατευθυνόμενη από τα δεξιά προς τα αριστερά. Απλώνοντας ένα οικουμενικό πέπλο. Το τοπίο δημιουργημένο κυρίως, μέσα σ’ ένα σχέδιο, από ένα μοναδικό κύμα-βουνό, ή το φεγγάρι, ή τα πολύ σπάνια αντικείμενα (κάποια φρούτα ή ένα στρογγυλό κοχύλι, ελικοειδές) μοιάζουν άλλοτε δημιουργημένα από την ίδια ουσία και το πέπλο, άλλοτε διακρίνονται μέσα σ’ αυτό, άλλοτε ενσωματωμένα με αυτό. Ακόμα και το φως δεν διαπερνά αυτή τη βροχή, την κυριεύει, τη μεταβάλλει. Κι αυτό ακόμα, το φως, είναι απαλό. Δεν λειτουργεί παρά ως πειστική διάχυση του λευκού. Από μια πηγή, συχνά απροσδιόριστη, κάποτε φανερό, τόσο ο κύκλος του μεγαλώνει, ή κάποτε το ολοφάνερο τετράγωνο ενός ανοίγματος το αφήνει να μπει ελεύθερα. Στις ζωγραφιές, δεν είναι πιο μεγάλο από ένα μικρό στρογγυλό λεκέ, που παρεμβάλλεται κλεισμένος, μάλιστα στις πιο παλιές, μια κάποια περιορισμένη λευκή παρεμβολή. Λίγα τα ρελιέφ. Αυτό που μετράει είναι η επιφάνεια. Οι πίνακες το αποδεικνύουν αναντίρρητα. Στα ευδιάκριτα μέρη του τοπίου όπου τα αντικείμενα μας κάνουν να σκεφτούμε νησιά ή βράχια, τίποτε παραπάνω, που θα συνέδεε την ουσιώδη θάλασσα, ή σε άλλες περιπτώσεις διαφορετικές ζώνες, απλώς, κομμάτια που παραμένουν διαρθρωμένα μεταξύ τους. Επομένως, τόσα τμήματα του βάθους, κατά το ήμισυ υψωμένα για να φαίνονται, πιο κοντά στη θέα. Η ενότητα υπερέχει. Τα σχέδια υποδεικνύουν την προέλευσή της. Παρακολουθούμε τήν κίνηση τής καθόδου στήν οποία, μυστηριωδώς, βρίσκεται μπλεγμένος ο κόσμος. Η στόφα της βροχής: η έκφραση της Αρχής. Το σύμπαν βρίσκεται σε εκκρεμότητα. Όσον αφορά την προέλευσή του. Όσον αφορά το πως θα είναι, για το οποίο δεν μπορούμε να αποφασίσουμε αν πρόκειται να εμφανιστεί ή να εξαφανιστεί. Αυτό που είναι ορατό δεν είναι παρά βιασμός. Από εδώ αυτή η διακριτικότητα που είναι το μεγαλύτερο χαρακτηριστικό της Ρένας Τζολάκη. Σίγουρα, της οφείλουμε πίνακες όπου υψώνεται ένα κόκκινο πάθος ή ξεπηδά ένα κίτρινο που θα θέλαμε να μπορούσαμε να πούμε πως είναι ταυτόχρονα καλοκαιρινό και ανοιξιάτικο, ωστόσο, η προτίμησή της πηγαίνει προς τη λεπτότητα. Αποχρώσεις, συμφωνίες.
Στη λεπτότητα- μέσα στην τοπιογραφημένη απεραντοσύνη, μέσα σ’ αυτήν την τρυφερή και τρεμάμενη μεγαλοπρέπεια της προστατευμένης οικειότητάς της. «Απεχθάνομαι τη βία και τη ωμότητα», δηλώνει η Ρένα Τζολάκη
Με καλεί, όπως θέτω θέμα στην κίνηση της καθόδου που μου επιβάλλεται καθώς κοιτάζω με θαυμασμό τα εξαίσια -τόσο σημαντικά- σχέδιά της, προτρέπει να αναγνωρίσω σ’ αυτά ένα νοσταλγικό ξέσπασμα που την οδηγεί «να υψωθεί», «να ξεφύγει» από τη συνθήκη μας.
Τι θα μπορούσα να της απαντήσω, παρά πως όπως και νάχει μια συναλλαγή υφαίνεται ανάμεσα στα κάτω και τα πάνω.
Δρέπω ευλαβικά τα λόγια της. Με βοηθάνε να διαβάσω καλύτερα τη θαυμάσια «Αναχώριση για το άγνωστο» όπου οι δυο λέξεις « πέπλο » βρίσκονται μπλεγμένες. Η οθόνη του νερού, του αέρα, εκκολάπτεται, ανθίζει, φουσκώνει όχι τόσο από τον αέρα όσο από το φως. Έχει τα φωτεινά πανιά ενός ιστιοφόρου.
Henri Raynal
γράφτηκε το 1993 και αναδημοσιεύτηκε στο βιβλίο La Double Origine : journal de bord d’un voyage en peinture, που εκδόθηκε από την Galerie Michèle Heyraud, 1996
Μετάφραση από τα γαλλικά : Γιώργος Αλεξανδρινός