Η έκθεση ζωγραφικής «Κίνηση και φως» της Ρένας Τζολάκη με συνθέσεις ασπρόμαυρες, ακουαρέλες και αυθεντικά χαρακτικά, συνεχίζεται (12-31-3-1987) στην αίθουσα τέχνης Κ7 (Τσιμισκή-Κούσκουρα 7).
Η οργάνωση της ατομικής αυτής επιλογής εντάσσεται στην προσπάθεια να γνωρίσουμε και την άλλη όψη της ελληνικής τέχνης, που εξυφαίνεται από τους καταξιωμένους καλλιτέχνες της διασποράς.
Πριν προσεγγίσουμε το έργο της, απαραίτητες κάποιες πληροφορίες και παρατηρήσεις για τον άνθρωπο, τη ζωή του και το κοινωνικό όσο και καλλιτεχνικό περιβάλλον, που διαμορφώνουν την προσωπικότητα του και επηρεάζουν την προβληματική και την εξέλιξη του έργου του.
Η Ρένα Τζολάκη κατάγεται από την Κρήτη και μοιάζει να εμφορείται από εκείνες τις δυνάμεις αυτού του υπερήφανου λαού που είναι η αποφασιστικότητα, η επίμονη θέληση και προπάντων η ανεξαρτησία. Η βούλησή της να δοθεί ολοκληρωτικά στη ζωγραφική και χαρακτική, μετά τις σπουδές της στην Αθήνα δίπλα στον Ανδρέα Γεωργιάδη, τον Γιάννη Μόραλη και τον Κεφαλληνό, τη φέρνει με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. το 1960 στο Παρίσι. Η πόλη του φωτός και της τέχνης θα τη συνεπάρει, θα παντρευτεί εκεί, και το 1967 θα οργανώσει το προσωπικό της εργαστήρι ζωγραφικής, λιθογραφίας και χαρακτικής. Το Παρίσι, όταν σε καίει η δίψα της έρευνας, σου ανοίγεται διάπλατα, σου δίνεται. Ονομαστοί δάσκαλοι και θεωρητικοί της τέχνης σε περιμένουν εκεί, για να υποδαυλίσουν την κρυφή φλόγα, που θα μείνει άσβεστη.
Έτσι και η Ρένα Τζολάκη θα μαθητεύσει δίπλα στον καθηγητή Κλαιρέν της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών του Παρισιού, ενώ παράλληλα θα παρακολουθήσει θεωρητικά μαθήματα, θα εικονογραφήσει βιβλία και θα διδάξει στο Καθολικό Ινστιτούτο. Το 1970 συμμετέχει στη Μπιεννάλε της Βενετίας, προσκεκλημένη τιμητικά στο αμερικάνικο περίπτερο, ενώ το 1976 θα πάρει το πρώτο βραβείο της Florence Gould στο Παρίσι, για το λιθογραφικό της έργο. Με την πάροδο του χρόνου συμμετέχει σε εικοσιτέσσερις διεθνείς εκδηλώσεις, ενώ από το 1958 έως το 1987 έχουν οργανωθεί εννέα ατομικές της εκθέσεις. Πρέπει ακόμη να επισημανθεί ότι διάσημοι θεωρητικοί της Γαλλίας, όπως οι καθηγητές Gilbert Lascault, Adam Saulnier, J. L. Mercier κ.ά., της έχουν κάνει την τιμή να ασχοληθούν με το έργο της και να γράψουν σε καταλόγους, όπως αυτός του 1984, με αφορμή την ατομική της έκθεση στο Μουσείο Τέχνης και Ιστορίας της Auxerre.
Μπροστά στο έργο της μένεις σιωπηλός για να συλλάβεις την αρχέγονη στιγμή της ζωής κι εκείνη τη μοναδική και ιερή της δημιουργίας. Διότι, πως αλλιώς να ερμηνεύσεις τα τρία ζωτικά συστατικά – τον αέρα, το φως και το νερό – που κατακλύζουν τα έργα της;
Έργα γεμάτα παρόρμηση και ευγένεια, μιας ευαίσθητης γυναικείας ψυχής, που αντανακλάται στη θεματική επιλογή, στο διεισδυτικό τρόπο διαπραγμάτευσης, στη διάφανη χρωματική αλληλουχία τής ακουαρέλας, στις χαράξεις μιας πλούσιας φαντασίας. Τα έργα αυτά διατηρούν ακόμη μία ιδιάζουσα αισθαντικότητα καθώς εξουσιάζονται από άϋλα και υπερβατικά στοιχεία. Το φως και ο αέρας εισβάλλουν, στριφογυρίζουν, αγκαλιάζουν και χαϊδεύουν τα πράγματα, δημιουργώντας μία κίνηση ρυθμική και μία παράξενη μυστηριακή έλξη και γαλήνη, που σε μαγνητίζει και σε απορροφά.
Επακόλουθη η καθυστέρησή μας μπροστά λ.χ. στην «Πτυχολογία» των δύο ρυθμών, στο «Θρόϊσμα» πάνω στα στάχια, στην ασάλευτη θάλασσα καθώς η ηχώ του κοχυλιού φτάνει από τον βυθό της, στο ταπεινό «Βότσαλο» μέσα στην κινούμενη υπόγεια χλωρίδα, ενώ δέος και μεγαλείο θα σε ακινητοποιήσει μπροστά στον τόπο «εκεί που πέφτουν τ' αστέρια». Έτσι η ποθούμενη επικοινωνία με τη λειτουργικότητα της ζωγραφικής πράξης αποκαθίσταται, και το έργο τέχνης γίνεται «ένας τόπος συνάντησης ανάμεσα στα πνεύματα», όπως το ήθελε και το όρισε ο κοινωνιολόγος της τέχνης Pierre Francastel1.
Αναφερθήκαμε ενδεικτικά πιο πάνω σε μερικά έργα, αφήνοντας τελευταίο εκείνο το βλέμμα της γυναίκας – το άδολο και σοβαρό – που διεισδύει μέσα σου και σε ακολουθεί, ακόμα κι όταν έχεις απομακρυνθει από την αίθουσα. Πώς είναι, όμως δυνατό, σχέδια με μολύβι να φτάνουν σε τέτοια συγκλονιστικά αποτλέσματα;
Η ταξινόμηση, η πιο παραδεκτή απ' όλους για τα σχέδια του Arthur Pope στο δοκίμιό του «Η γλώσσα του σχεδίου και της ζωγραφικής»2, μπορεί να μας δώσει την απάντηση. Σύμφωνα μ' αυτή, τα σχέδια χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: Η πρώτη είναι εκείνη του προκαταρκτικού σχεδίου μιας ζωγραφικής ή γλυπτικής, η δεύτερη εμπεριέχει τα αυτοσχέδια σκίτσα όπως καταχωρούνται στα τετράδια των καλλιτεχνών, ενώ στην τρίτη κατηγορία το σχέδιο ολοκληρώνεται σε καθαρή σύνθεση, καθώς αναπτύσσεται και μεταφέρεται ως το τέλος η πρωτογενής ιδέα του καλλιτέχνη. Αυτά τα έργα αποτελούν μία συνέχεια στις διάφορες περιόδους της δημιουργίας του. Τα σχέδια, λοιπόν, της Τζολάκη ανήκουν στην ενότητα αυτή. Και κάτι ακόμα, επειδή το δήλωσε ο πιο μεγάλος κολορίστας του 20ού αιώνα, ο Matisse, με την εξίσου πλούσια σχεδιαστική παραγωγή: «Θεωρούσα», λέει «το σχέδιο όχι μόνο ως άσκηση δεξιοτεχνίας, αλλά πρώτα απ' όλα ως ένα μέσο έκφρασης και περιγραφής των εσώτερων αισθημάτων και των ψυχικών καταστάσεων. Δηλαδή, να δίνεται με απλουστευμένα μέσα η αυθορμησία της έκφρασης, η απλότητα, και να φτάνει χωρίς βάρος στο πνεύμα του θεατή». Μ' άλλα λόγια, να προσφέρεται η αλήθεια της τέχνης γυμνή φορώντας μόνο το ταπεινό πουκάμισο του μολυβιού.
Όσο για τις ατμοσφαιρικές ακουαρέλες και τα πλούσια σ' επινοήσεις χαρακτικά, μία επίσκεψη θα έπειθε, διότι η δύναμη της εικόνας είναι πέρα και από το λόγο.
Εφημερίδα «Μακεδονία», 28-3-1987
Περιέχεται στο βιβλίο
Σοφία Καζάζη
ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ
τόμος Β΄ 1985 - 1995
δέκα χρόνια κριτικής
Εκδόσεις Διαγωνίου.
Σειρά Τέχνης 18
Θεσσαλονίκη 1998
1. La sociologie de l'art et sa vocation interdisciplinaire. Ed. Denoël, Paris, 1974, p. 16.
2. Una E. Johnson, les plus beaux dessins du 20e siècle. 1900-1940. Ed. Du Chêne, 1964, p. 16.